- φιλοναύτης
- ὁ, Α1. αυτός που αγαπά τους ναύτες2. (κατά τον Ησύχ.) αυτός που αγαπά τα πλοία και τη ναυσιπλοΐα.[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + ναύτης].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φιλοναῦται — φιλοναύτης kind to sailors masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοναύταις — φιλοναύτης kind to sailors masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοναύτην — φιλοναύτης kind to sailors masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)